- μαρμαρόσκονη
- ησκόνη που παράγεται κατά την επεξεργασία τού μαρμάρου2. σκόνη από λειοτριβημένο μάρμαρο, η οποία χρησιμοποιείται στην οικοδομική ή στις καλές τέχνες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαρμαροκονία — η (Α μαρμαροκονία) κονίαμα από ασβέστη ή από λεπτή μαρμαρόσκονη το οποίο χρησιμοποιείται για επίχριση τών τοίχων, ώστε να αποκτούν λεία επιφάνεια και στιλπνότητα σαν τού μαρμάρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρο + κόνις] … Dictionary of Greek
νωπογραφία — Τοιχογραφία εκτελεσμένη με χρώματα διαλυτά στο νερό, που τοποθετούνται επάνω στο κονίαμα του τοίχου όσο ακόμα είναι νωπό. Ονομάζεται και φρέσκο. Η τεχνική της είναι διαφορετική από την τεχνική της τέμπερας ή της εγκαυστικής. Η παλέτα της είναι… … Dictionary of Greek
τίτανος — η, ΝΑ, και τίτανις, άνεως, και κατά τον Ησύχ. τέτανος, Α (λόγιος τ.) ασβέστης («λαβὼν τίτανον θερμὴν φύρασον ὄξει», πάπ.) αρχ. 1. γύψος («τιτάνῳ λευκῷ τ ἐλέφαντι», Ησίοδ.) 2. μαρμαρόσκονη («τιτάνου καταγέμουσα οἷος ἧν ὁ θεῑος, οπότε ξέοι τοὺς… … Dictionary of Greek
λινόλεουμ — Βιομηχανικό προϊόν που χρησιμοποιείται ευρύτατα για πατώματα και επενδύσεις. Το επινόησε και το παρασκεύασε για πρώτη φορά ο Άγγλος Φρέντερικ Γουόλτον το 1863. Το λ. αποτελείται κυρίως από λινέλαιο αναμεμειγμένο με ρητίνες και ειδικότερα με… … Dictionary of Greek